- μειρακεύομαι
- μειρακεύομαι (Α)βλ. μειρακιεύομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μειρακεύομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακευόμενον — μειρακεύομαι pres part mp masc acc sg μειρακεύομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακευομένου — μειρακεύομαι pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακευόμενος — μειρακεύομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακεύεσθαι — μειρακεύομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακιεύομαι — και μειρακεύομαι (Α) [μειράκιον] 1. συμπεριφέρομαι σαν παιδί, είμαι ντροπαλός ή ναζιάρης, παιδιαρίζω («οὐ μὴν ἀλλὰ κἀκείνην ἐπειρᾱτο προοπαίζων καὶ μειρακιευόμενος ἱλαρωτέραν ποιεῑν ὁ Ἀντώνιος», Πλούτ.) 2. γίνομαι έφηβος, μεταβαίνω στην εφηβική… … Dictionary of Greek